Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Σαν σήμερα το 1947 σημειώνεται το πιο πολύνεκρο ναυάγιο στην ιστορία της ελληνικής ακτοπλοίας. Το ναυάγιο του "Χειμάρα".

Το αποκάλεσαν ο Ελληνικός Τιτανικός. Δικαίως. Οι ομοιότητες με το θρυλικό ναυάγιο είναι πολλές και ο αριθμός των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους σε αυτό, είναι ο μεγαλύτερος που έχει σημειωθεί ποτέ στην ελληνική ακτοπλοΐα. Συνέβη πριν από 56 χρόνια, τον Ιανουάριο του 1947 …


Το επιβατηγό Χειμάρα ήταν το τελευταίο ατμόπλοιο της ελληνικής ακτοπλοΐας . Είχε ναυπηγηθεί το 1905 στα ναυπηγεία Stetiner Oderwerke του Στετίνου. Το προηγούμενο όνομά του ήταν Hertha και μετονομάστηκε σε Χειμάρα όταν το καλοκαίρι του 1946 παραχωρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση με τις γερμανικές επανορθώσεις. Μετά από σύντομες επισκευές στον Πειραιά τοποθετήθηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιά – Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για μία από τις πλέον σημαντικές ακτοπλοϊκές γραμμές αφού την εποχή εκείνη, με τα απομεινάρια του πολέμου ορατά ακόμα στη χώρα μας αλλά και λόγω των εσωτερικών πολιτικών αναταραχών, το βασικό μέσο συγκοινωνίας μεταξύ Πειραιά και Θεσσαλονίκης ήταν το πλοίο.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1947 και ώρα 8:30 , το Χειμάρα με 544 επιβάτες και πλήρωμα 86 άνδρες αποπλέει από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες του πλοίου είναι και 36 πολιτικοί κρατούμενοι που οδηγούνται στην εξορία καθώς επίσης και γύρω στους 200 χωροφύλακες και στρατιώτες, αρκετοί από τους οποίους οπλοφορούν. Οι προβλέψεις για τον καιρό δεν είναι καλές και το πλοίο έχει ήδη αντιμετωπίσει μια πολύ άσχημη κακοκαιρία κατά τη διαδρομή από τον Πειραιά για Θεσσαλονίκη. Στον Καφηρέα κινδύνεψε να καταποντισθεί από τη μεγάλη θαλασσοταραχή και ο πλοίαρχος Σπύρος Μπιλλίνης είχε αναγκαστεί να ποντίσει στην Σκόπελο αντί της Σκιάθου. Αργότερα κατάφερε να προσεγγίσει στην Σκιάθο όπου και παρέμεινε έως ότου βελτιώθηκε ο καιρός και μπόρεσε να συνεχίσει το ταξίδι του για τη Θεσσαλονίκη. Αυτή τη φορά ο καπετάνιος δεν ήθελε να ρισκάρει να ξαναπεράσει τον Καφηρέα με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που προμηνύονταν και το πλοίο γεμάτο κόσμο και εμπορεύματα. Έτσι αποφάσισε να πλεύσει μέσω Ευβοϊκού για να μην ταλαιπωρηθούν οι επιβάτες.
19 Ιανουαρίου 1947, ώρα 1:30 το πρωί. Το Χειμάρα καταφθάνει στην Χαλκίδα όπου αποβιβάζει 10-15 επιβάτες και συνεχίζει το ταξίδι του προς τον Πειραιά. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα» στη Χαλκίδα επιβιβάζονται στο πλοίο λαθραία 22 φαντάροι. Ενώ ο πλους του επιβατηγού συνεχίζεται μέσα στο πυκνό σκοτάδι της χειμωνιάτικης νύχτας, το κρύο έχει αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα τσουχτερό. Οι καμπίνες του πλοίου είναι γεμάτες καθώς επίσης και τα σαλόνια της Α΄και Β΄ θέσεως. Οι εξόριστοι - ανάμεσά τους και μία κοπέλα 22 ετών – είναι συγκεντρωμένοι στο επάνω κατάστρωμα κοντά στο φουγάρο αναζητώντας λίγη ζεστασιά αφού οι συνοδοί χωροφύλακες δεν τους επιτρέπουν να κατέβουν κάτω, - όπως αναφέρουν δημοσιεύματα εφημερίδας της εποχής. Ο καιρός παρά το δριμύ κρύο είναι σχετικά καλός, οι άνεμοι που φυσούν είναι μέτριας εντάσεως και ο πλοίαρχος αφού δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στον αξιωματικό υπηρεσίας Ανθυποπλοίαρχο Αθανάσιο Καναβά , αποσύρεται στο δωμάτιο χαρτών για να αναπαυθεί. Το ταξίδι συνεχίζεται κανονικά μέχρι τις 04:00 τα ξημερώματα που λήγει η βάρδια του ανθυποπλοίαρχου Α. Καναβά στη γέφυρα και αναλαμβάνει ο Ύπαρχος Ιωάννης Μπέρτσης. Το πλοίο πλέει στον Νότιο Ευβοϊκό κόλπο, ανάμεσα στα Νέα Στύρα και την Αγία Μαρίνα, κοντά στις νησίδες Βερδούγια. Έχουν περάσει μόλις 10 λεπτά από τη στιγμή που έγινε η προβλεπόμενη αλλαγή βάρδιας, όταν ένας τρομερός θόρυβος ταράζει την ησυχία της νύχτας. Το πλοίο σείεται απ’ άκρη σ’ άκρη και τα φώτα σβήνουν. Οι επιβάτες ξυπνούν έντρομοι και προσπαθούν να καταλάβουν τι έχει συμβεί. Από το μηχανοστάσιο βγαίνουν καυτοί ατμοί ενώ από τα ύφαλα του πλοίου αρχίζουν να μπαίνουν νερά στο εσωτερικό του. Το πηδάλιο του πλοίου έχει κολλήσει στη θέση «όλο δεξιά» και το πλοίο παρασύρεται από τα ρεύματα που επικρατούν στην περιοχή.
« Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στο κατάστρωμα» - θυμάται η κ. Αθηνά Λιάσκου που ταξίδευε με την μητέρα της και δύο φίλες της – « Έγινε η έκρηξη, έσβησαν τα φώτα … άρχισαν να φεύγουν ατμοί … πανζουρλισμός … μέσα στο σκοτάδι δεν ξέραμε που βρισκόμασταν και τι κάναμε … ακούγονταν φωνές από δω κι από κει, καθένας φώναζε τον δικό του άνθρωπο. Εγώ έψαχνα την μητέρα μου, φώναζα στο κατάστρωμα μήπως την δω ή την ακούσω … αλλά δεν τη βρήκα. Εν τω μεταξύ ο κόσμος κατέβαινε στις βάρκες…»
Στη γέφυρα του πλοίου ο πλοίαρχος κ. Σ. Μπιλλίνης διατάζει να καταβληθεί προσπάθεια για την χρησιμοποίηση του χειροκίνητου πηδαλίου του σκάφους με στόχο την προσάραξη του πλοίου στα αβαθή. Αλλά και το χειροκίνητο πηδάλιο έχει αχρηστευθεί όπως επίσης και ο ασύρματος. Δεν υπάρχει καν η δυνατότητα να σταλεί σήμα κινδύνου. Τότε ο πλοίαρχος διατάζει την διανομή σωσιβίων στους επιβάτες. Ταυτοχρόνως πλήρωμα και επιβάτες τρέχουν προς τις σωστικές λέμβους. Ο πλοίαρχος επιχειρεί να διατηρήσει την τάξη αλλά δεν τα καταφέρνει γιατί τα περισσότερα μέλη του ίδιου του πληρώματός του σπεύδουν να εγκαταλείψουν από τους πρώτους το ατμόπλοιο σε μια προσπάθεια να σώσουν τον εαυτό τους και μόνο…. Μέσα στο σκοτάδι και τον πανικό ακούγονται και πυροβολισμοί … η κατάσταση είναι πλέον ανεξέλεγκτη…
Οι σωστικές λέμβοι άρχισαν να ρίχνονται στη θάλασσα αλλά λόγω των υπερβολικά πολλών ατόμων και του γεγονότος ότι αρκετές ήταν ακαλαφάτιστες έκαναν νερά και βούλιαζαν – αναφέρει η εφημερίδα Καθημερινή. Ο ναύτης Δ. Στεφάνου έκοψε με τον σουγιά του τα «καπόνια»των λέμβων από τα «παλάγκα» διότι και αυτά δεν λειτουργούσαν. Λόγω του πανικού δεν κατέβηκαν όλες οι βάρκες στη θάλασσα ενώ από τις 3 που ρίχθηκαν στο νερό οι 2 βυθίστηκαν.

«Μπήκα σε μία βάρκα η οποία μόλις έφθασε στην επιφάνεια της θάλασσας βούλιαξε αμέσως από τον πολύ κόσμο … θυμάται η κ. Αθηνά Λιάσκου. Μέσα στο σκοτάδι πατούσε ο ένας το κεφάλι του άλλου …αλλά καθώς είχε γείρει το πλοίο και πριν ακόμα πέσω στη θάλασσα χωρίς σωσίβιο και δεν ήξερα και κολύμπι … ξαναπιάστηκα και ανέβηκα πάνω στο πλοίο … πριν βουλιάξει τελείως η βάρκα μέσα στην οποία βρισκόμουν. Πάνω στο πλοίο αυτή τη φορά κατάφερα και βρήκα την μητέρα μου …ο κόσμος όσοι μπόρεσαν πήρανε σωσίβια … εκείνη την ώρα ήταν ένα πεσμένο κάτω κι αυτό χαλασμένο … το πήρα και το έβαλα στο λαιμό μου …»
Έχει ήδη περάσει περίπου μισή ώρα από τη στιγμή της πρόσκρουσης όταν ο καπετάνιος έχοντας βεβαίως αντιληφθεί ότι για το πλοίο έχει αρχίσει πλέον η αντίστροφη μέτρηση, κάνει μια τελευταία προσπάθεια να περιορίσει όσο γίνεται το κακό διατάζοντας να ρίξουν τις άγκυρες για να σταματήσει η περιστροφή του σκάφους λόγω της ακινητοποιήσεως του πηδαλίου προς τα δεξιά. Στο σημείο αυτό το Χειμάρα θα ρίξει άγκυρα για πάντα …Το πλοίο, όντας ακυβέρνητο από την ώρα του ατυχήματος και μετά, έχει ήδη παρασυρθεί αρκετά από τους ανέμους και τα έντονα θαλάσσια ρεύματα που επικρατούν στην περιοχή. Μία ώρα μετά το επιβατηγό – ατμόπλοιο Χειμάρα, θα εξαφανιστεί στα παγωμένα νερά του νότιου Ευβοϊκού και θα περάσει στην ιστορία ως το πλέον πολύνεκρο ναυάγιο στα χρονικά της ελληνικής ναυτιλίας …
«Άρχισαν τα νερά να ανεβαίνουν επάνω και να παρασύρουν τους ανθρώπους … δεν πήδηξα από το καράβι για να γλιτώσω … απλώς με πήραν τα κύματα πάνω από το καράβι προς τα ανοιχτά …κρατούσα το χέρι της μητέρας μου από τη μια … μαζί μας έπεσαν στην θάλασσα και οι δύο φίλες μας αλλά κάποια στιγμή οι δύο εξαφανίστηκαν …έμεινα εγώ με την μητέρα μου ….σκοτάδι, φωνές, κακό …κάποια στιγμή άρχισε να ξημερώνει … την κράτησα περίπου δύο, δυόμισι ώρες τη μητέρα μου ίσως και παραπάνω δεν ξέρω … κάποια στιγμή άρχισε να βαραίνει και εκείνη την ώρα έβαλα τις φωνές ε «χάνω την μητέρα μου ! χάνω την μητέρα μου! » … αφέθηκα για να πάω κι εγώ μαζί της …αλλά ένας φαντάρος πιασμένος σε ένα βαρέλι … με έπιασε από το χέρι και αναγκάστηκα να αφήσω την μητέρα μου που βυθιζόταν μέχρι που πνίγηκε …»

Σκηνές τραγικές, απερίγραπτα σκληρές. Εικόνες που δεν σβήνουν ποτέ από το μυαλό των ανθρώπων που έζησαν την απόγνωση και την φρίκη επί ώρες ολόκληρες, βλέποντας συνανθρώπους τους να παλεύουν με νύχια και με δόντια να κρατηθούν στη ζωή … ανθρώπους που ύστερα από λίγο βυθίζονταν στην σκοτεινή θάλασσα ή μετατρέπονταν σε παγωμένες ανέκφραστες φιγούρες που επέπλεαν γύρω τους στοιχειώνοντας για πάντα τα νερά του Ευβοϊκού …

«Ρούχα, βαρέλια, συντρίμμια αλλά και θύματα επέπλεαν γύρω μας – συνεχίζει τη συνταρακτική αφήγησή της η κ. Λιάσκου. Θυμάμαι μια μητέρα με ένα παιδί στην αγκαλιά της, δεν είχε ακόμα ξεψυχήσει … κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της το παιδάκι της και επέπλεε …»

Ο κ. Σταμάτης Νικολαίδης, ένας από τους φαντάρους που επέβαιναν στο Χειμάρα, καταθέτει τη δική του μαρτυρία. « Είχε 5 με 6 βάρκες το πλοίο, που γέμισαν αμέσως. Εγώ με μερικούς στρατιώτες, τους λέγαμε να βγουν, για να κατεβάσουμε όπως πρέπει τις βάρκες και μετά να τους ξαναβάλουμε. Δεν έβγαιναν. Προσπαθήσαμε να κατεβάσουμε μια μισογεμάτη βάρκα, αλλά έσπασε ένας από τους δύο κρίκους του βαρούλκου και τους άδειασε όλους στη θάλασσα. Το πλήρωμα άφαντο. Τότε πήδησα στη θάλασσα με τα ρούχα. Απομακρύνθηκα κολυμπώντας κάπου 100 μέτρα. Γυρίζω και βλέπω το καράβι να βυθίζεται. Άνθρωποι και αντικείμενα κατρακυλούσαν στη θάλασσα. Τελικά ανέβηκα σε ένα σανίδι 4Χ4 σαν μπουκαπόρτα πάνω στο οποίο βρισκόταν κι ένας άλλος ναυαγός. Τρέμαμε από το κρύο»


Πολλοί από τους επιζώντες μίλησαν για απαράδεκτη συμπεριφορά των ενόπλων που χρησιμοποίησαν τα όπλα τους για εκφοβισμό με αποτέλεσμα να πανικοβάλουν ακόμα περισσότερο τους επιβάτες που προσπαθούσαν να βρουν κάποιο τρόπο να σωθούν. Ένας από τους ναυαγούς, ο κ. Κεστεκίδης, δήλωσε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα. « Αν οι βάρκες βρίσκονταν σε καλή κατάσταση θα είχαν διασωθεί αρκετοί ναυαγοί. Μα κι όσες δεν καταστράφηκαν από την έκρηξη, ήταν σκεβρωμένες από το καλοκαίρι κι έπαιρναν νερά. Σε μια βάρκα που πήδησα κι εγώ μαζί με αρκετό κόσμο είπα σ’ ένα χωροφύλακα να μου δώσει το καπέλο του για να βγάζουμε τα νερά. Εκείνος αρνήθηκε και μπροστά στην επιμονή μου, έβγαλε το περίστροφό του και απειλούσε. Τότε εγώ προτίμησα επειδή έβλεπα τον κίνδυνο, να φτάσω στην ξηρά κολυμπώντας και να εγκαταλείψω τη βάρκα, η οποία σε λίγο βούλιαξε μ’ όλους τους επιβάτες της και το χωροφύλακα μαζί...»

«Το πλήρωμα δεν μας έδωσε οδηγίες για την εγκατάλειψη του πλοίου … τίποτα – καταγγέλλει η Αθηνά Λιάσκου - … και μάλιστα εκεί που κολυμπούσα εγώ ακούγαμε θορύβους και βλέπαμε από μακριά κάτι βάρκες στις οποίες ήταν οι ναυτικοί – ορισμένοι εγκαταλείψανε πρώτοι το πλοίο … ήταν σκοτάδι ακόμη δεν βλέπαμε καλά … αλλά εκεί που παλεύαμε να σωθούμε άκουσα κάποιον να λέει « κοίταξε το προσωπικό, τους ναύτες, όλοι αυτοί απομακρυσμένοι από τους άλλους ναυαγούς …Εγώ τελικά πιάστηκα από το βαρέλι που κρατιόταν και ο φαντάρος που με έσωσε. Ήταν αρκετοί που κρατιόντουσαν από αυτό το βαρέλι και γι΄ αυτό γύρω γύρω η στεφάνη δεν είχε μέρος για να βάλω το χέρι μου. Έτσι πιάστηκα από κάτι σαν βίδα που προεξείχε. Δυστυχώς όσο περνούσε η ώρα, ένας- ένας από το βαρέλι πέφτανε … πνιγόντουσαν … έτσι χάθηκε και ο φαντάρος που είχε σώσει τη δική μου ζωή. Πολλοί δεν άντεξαν το κρύο …τελευταία μείναμε ο μάγειρας κι εγώ στο ίδιο βαρέλι ο ένας από τη μία πλευρά ο άλλος από την άλλη. Εγώ δεν είχα μπει ποτέ πριν σε θάλασσα, γιατί είμαι από τη Μακεδονία και έτσι δεν ήξερα κολύμπι αν και ήμουν 20 χρονών. Σώθηκα καθαρά από τύχη και ψυχραιμία. Εκείνη την ώρα δεν σκεφτόμουν τον κίνδυνο … έλεγα ότι γίνει έγινε …είχα χάσει και την μητέρα μου και είχα τελείως παραιτηθεί …Τελικά έτσι όπως κουνούσα τα πόδια μου τα έφερα κάτω από το βαρέλι και έβαλα το σώμα μου πάνω στο βαρέλι. Έτσι κρατήθηκα στην επιφάνεια …θα πρέπει να έμεινα στη θάλασσα περίπου 11 ώρες …»

Όταν συνέβη το ναυάγιο, ήταν ακόμα νύχτα και οι κάτοικοι των γύρω περιοχών ήταν βυθισμένοι στον ύπνο. Κανένα πλεούμενο δεν διασχίζει αυτή την εποχή και τέτοια ώρα τα παγωμένα νερά του Ευβοϊκού. Για πολλές ώρες κανείς δεν θα μάθει τίποτα για την πρωτοφανή τραγωδία που έχει παιχθεί σε μικρή απόσταση από την στεριά. Είναι σχεδόν μεσημέρι όταν ένα καΐκι διερχόμενο από την περιοχή του ναυαγίου εντοπίζει τους ναυαγούς του Χειμάρα. Περισυλλέγει όσους μπορούσε και τους μεταφέρει στην Ραφήνα. Τα νέα για τη βύθιση του Ε/Γ – Α/Τ Χειμάρα ταξιδεύουν …Το SOS που δεν πρόλαβε να εκπέμψει το Χειμάρα, το στέλνει τώρα ο σταθμός χωροφυλακής Ραφήνας.

Εν τω μεταξύ η Ακτοπλοΐα Ελλάδος έχει ανησυχήσει γιατί το ΧΕΙΜΑΡΑ δεν έφθασε στις 10:00 το πρωί στον Πειραιά όπως αναμένονταν και ζητάει πληροφορίες από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και από το ραδιοσταθμό Βάρης. Δεν υπάρχει καμία είδηση για το επιβατηγό και γι’ αυτό δίνεται εντολή σε παραπλέοντα σκάφη να το καλέσουν στον ασύρματο. Όμως ούτε και τα πλοία αυτά λαμβάνουν κάποια απάντηση. Ενώ η αγωνία για το τι είχε συμβεί κορυφώνεται και το Υπουργείο Ναυτιλίας έχει αρχίσει συνεννοήσεις με το Υπουργείο Αεροπορίας για την αποστολή αεροπλάνου προκειμένου να ερευνήσει το πέλαγος, το ΥΕΝ λαμβάνει τηλεγράφημα του σταθμού Βάρης, το οποίο αναφέρει ότι σύμφωνα με τον αστυνομικό σταθμάρχη Ραφήνας έφθασε εκεί πλοιάριο με ναυαγούς του ΧΕΙΜΑΡΑ που έχει βυθισθεί στον Ευβοϊκό…
Ειδοποιείται αμέσως το υπουργείο Υγιεινής, ο Ερυθρός Σταυρός, οι Πρώτες Βοήθειες που στέλνουν εκπαιδευμένο προσωπικό στην Ραφήνα ενώ απογειώνεται και αεροπλάνο για να ερευνήσει την περιοχή του ναυαγίου. Ταυτοχρόνως καΐκια από την Ραφήνα και τις άλλες κοντινές περιοχές και άλλα παραπλέοντα σκάφη σπεύδουν στην περιοχή του ναυαγίου για να βοηθήσουν τους εκατοντάδες ναυαγούς που βρίσκονται διάσπαρτοι στα νερά του Ευβοϊκού …

Αθηνά Λιάσκου: « ήρθε καΐκι που έκανε μεταφορές σιτηρών από τα Στύρα,. Μου ρίξανε ένα σκοινί, πιάστηκα, και με ανέβασαν στο κατάστρωμα …όταν πια μας πήγανε στους Πεταλιούς ήταν ήδη σκοτάδι … σκεφτείτε πόσες ώρες ήμουν μέσα στη θάλασσα …εκεί ήταν κάτι κτίσματα και στεγνώσαμε τα βρεγμένα ρούχα … όπου πατούσα νόμιζα ότι ήμουν ακόμα στη θάλασσα, μέσα στο σκοτάδι και θα πνιγώ ακόμα και στη στεριά … τόσο μεγάλο σοκ είχα πάθει …»
« Είχα ξυλιάσει – διηγείται ο Σταμάτης Νικολαϊδης. Μαζί με άλλους 5 - 6 που κρατιόμασταν από την ίδια ξύλινη πόρτα είδαμε να πλησιάζουν καΐκια. από τα Νέα Στύρα. Εμένα με ανέβασαν σε ένα καΐκι που μας έβγαλε στους Πεταλιούς. Εκεί μας περιποιήθηκαν οι εργαζόμενοι στο κτήμα του Εμπειρίκου. Από τότε και μέχρι σήμερα οι φίλοι μου με αποκαλούν «ναυάγιο».
Εκτός από εκείνους που είχαν την δύναμη να κολυμπήσουν και να βγουν στα Βερδούγια - που υπήρχε και ο φάρος – και στα γύρω ερημονήσια, οι αφηγήσεις όσων κατάφεραν να επιβιώσουν από το εφιαλτικό ναυάγιο, είναι παρεμφερείς. Κάποιο καΐκι από γειτονική περιοχή τους εντόπισε και τους μετέφερε στη Ραφήνα, τους Πεταλιούς, το Μαρμάρι, τα Στύρα , την Νέα Μάκρη και τον Μαραθώνα.
Όταν στις 5 το απόγευμα το αεροπλάνο επιστρέφει στη βάση του, το πλήρωμα του αναφέρει ότι επί τόπου βρίσκονται 5 σκάφη τα οποία περισυλλέγουν ναυαγούς και ουδείς ναυαγός επιπλέει.
Οι περισσότεροι, στη συνέχεια διακομίστηκαν στην Ραφήνα, για να τους δοθούν οι πρώτες βοήθειες. Οι κάτοικοι της Ραφήνας έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τους ναυαγούς. Στάθηκαν στο πλάι των συνεργείων του Ερυθρού Σταυρού και τους έδωσαν κάθε βοήθεια. Ρούχα ζεστά, κονιάκ … Έπειτα από τις πρώτες αυτές περιποιήσεις οι ναυαγοί μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητα στην Αθήνα στα διάφορα νοσοκομεία, στο Λαϊκό, στο Α΄ Γενικό Στρατιωτικό, στο Πολιτικό στο Γαλλικό …Αρκετοί από αυτούς όμως είχαν παραφρονήσει από όσα έζησαν και όσα είδαν να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια τους …
Η εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Αυτόπτες μάρτυρες βεβαίωσαν ότι ένας ενωμοτάρχης, αυτοκτόνησε όταν το καράβι άρχισε να βουλιάζει γιατί δεν ήξερε κολύμπι και δεν ήθελε να βρει τον τραγικό θάνατο από πνιγμό… Αναφέρεται επίσης, ότι κάποιος επιβάτης άρπαξε ένα παιδάκι για τα το σώσει . Το είχε μαζί του κάπου τέσσερις ώρες. Στο τέλος όπως κουράστηκε να το κρατάει και κάποια στιγμή ένα κύμα του το πήρε. Δεν μπόρεσε να το ξαναπιάσει. Το παιδί πνίγηκε. Όταν έβγαλαν τον επιβάτη αυτόν στην στεριά, έκλαιγε απαρηγόρητα που δεν μπόρεσε να σώσει το παιδάκι…»
Όταν έρχεται η ώρα του απολογισμού οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Στο Χειμάρα επέβαιναν μαζί με το πλήρωμα πάνω από 600 άτομα*. Αν και το πλοίο βυθίστηκε μιάμιση ώρα μετά την πρόσκρουση και σε απόσταση μόλις ενός μιλίου από την Αγία Μαρίνα, ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, το φοβερό ψύχος και τα ισχυρά ρεύματα που επικρατούν στην περιοχή είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 400 άνθρωποι, ανάμεσά τους πολλές γυναίκες και παιδιά. Για πολλές ημέρες μετά η θάλασσα ξέβραζε τα πτώματα των δύστυχων θυμάτων του Χειμάρα στις κοντινές περιοχές αλλά και σε πολύ πιο μακρινές … η απίστευτη αυτή ναυτική τραγωδία βύθισε στο πένθος όλη την Ελλάδα …
Αρχικά, η κοινή γνώμη πίστεψε ότι επρόκειτο για πρόσκρουση σε νάρκη, επειδή ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πολύ πρόσφατος και κοντά στην περιοχή που βυθίστηκε το Χειμάρα υπήρχε κάποτε ναρκοπέδιο. Το ίδιο ισχυρίζονταν και ο καπετάνιος με τους αξιωματικούς του πλοίου. Όμως η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων [ ΑΕΕΝΑ ] και το αρμόδιο Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων [ ΑΣΝΑ ] μετά την ολοκλήρωση του ανακριτικού έργου και τα αποτελέσματα της υποβρύχιας επιθεώρησης που πραγματοποιήθηκε τότε από καταδυτικό συνεργείο κατέληξαν σε διαφορετικά συμπεράσματα. Σύμφωνα με την έκθεση της ανακριτικής επιτροπής το πλοίο δεν τήρησε την ενδεδειγμένη εντός του διαύλου ασφαλείας πορεία και βρέθηκε επικίνδυνα κοντά στην βραχονησίδα Γάιδαρος που προεξέχει των νησίδων Βερδούγια με συνέπεια το Χειμάρα να προσκρούσει με την αριστερή πλευρά του στο υφαλοπρανές της βραχονησίδας. Με την σφοδρή πρόσκρουση ξεκαρφώθηκαν στο σημείο αυτό τα ελάσματα του σκάφους και δημιουργήθηκε ρήγμα με αποτέλεσμα την εισροή υδάτων. Οι πραγματογνώμονες στο πόρισμά τους – το οποίο στη συνέχεια έθεσαν υπόψη του αρμόδιου δικαστηρίου που ανέλαβε την υπόθεση – δεν δέχτηκαν την εκδοχή της πρόσκρουσης σε νάρκη ή ενός φημολογούμενου σαμποτάζ. Η πρώτη εκδοχή απορρίφθηκε εκτός άλλων επειδή δεν παρατηρήθηκε από κανέναν αυτόπτη μάρτυρα η στήλη ύδατος που ακολουθεί την έκρηξη νάρκης ούτε ο χαρακτηριστικός φωσφορισμός καθώς επίσης δεν υπήρξαν καθόλου νεκρά ψάρια στην περιοχή. Επιπλέον η συγκεκριμένη περιοχή είχε προσφάτως ελεγχθεί από ειδικό ναρκαλιευτικό και είχε θεωρηθεί ασφαλής.
Όσον αφορά στον ισχυρισμό άλλων ότι επρόκειτο για εξωτερική έκρηξη από εκρηκτικό μηχανισμό που είχε τοποθετηθεί στα ύφαλα του πλοίου, απορρίφθηκε από την επιτροπή διότι μεταξύ άλλων στην περίπτωση αυτή δεν θα τραντάζονταν το σκάφος απ’ άκρη σ’ άκρη και το ρήγμα θα ήταν εξωτερικό και μεγαλύτερο με αποτέλεσμα την πολύ πιο γρήγορη βύθιση του πλοίου. Αν δε ο μηχανισμός είχε τοποθετηθεί στο εσωτερικό του πλοίου θα είχε γίνει αντιληπτός από τους μηχανικούς αλλά και στην περίπτωση που τους διέφευγε η έκρηξη θα τους είχε σκοτώσει και δεν θα τους επέτρεπε να βγουν από το μηχανοστάσιο και να σωθούν όπως συνέβη.
Παρ’ όλα αυτά ο πλοίαρχος του ΧΕΙΜΑΡΑ Σπύρος Μπιλλίνης ο οποίος είχε τριάντα χρόνια προϋπηρεσία στη θάλασσα και είχε ναυαγήσει άλλες δύο φορές μετά από επιθέσεις κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, είχε πει τότε μιλώντας στην εφημερίδα Ελεύθερη Ελλάδα: « Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου. Εγκατέλειψα τελευταίος το καράβι και δεν άφησα επιβάτη χωρίς σωσίβιο. Έδωσα την τελευταία στιγμή κι αυτό που είχα κρατήσει για τον εαυτό μου σ’ ένα στρατιώτη που δεν είχε. Κι έμαθα πως σώθηκε. Αυτό θα διαπιστωθεί από τα πτώματα. Πέθαναν οι πιο πολλοί από ψύξη. Κι όλοι θα βρεθούν με σωσίβια. Το καράβι από τη στιγμή της προσκρούσεως μέχρι την καταβύθιση δεν έμεινε στην επιφάνεια περισσότερο από 25 – 40 λεπτά της ώρας. Αυτά που ειπώθηκαν από μερικούς όπως διάβασα στις εφημερίδες για 1 και 1 ½ ώρα είναι πεπλανημένες εντυπώσεις. Κανείς δεν είδε μέσα στη σύγχυση που επεκράτησε το ρολόι του. Στο διάστημα αυτό κάναμε ότι μπορούσαμε για να σωθεί ο κόσμος. Με το «φωναγωγό» ξελαρυγγιαζόμουνα από τη δεύτερη γέφυρα. Έδινα οδηγίες για την εγκατάλειψη του πλοίου. Το πλήρωμα έδειξε αυτοθυσία και γι’ αυτό χάθηκαν 48 άνδρες. Όταν έγινε το ναυάγιο εγώ κοιμόμουν. Στην γέφυρα ήταν ο ύπαρχος. Και αν το πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο υπεύθυνος θα ήταν αυτός και όχι εγώ. Κατά συνέπεια εγώ δεν έχω κανέναν λόγο να φοβάμαι για την ευθύνη που θα με βάραινε τυχόν. Θα έλεγα την αλήθεια. Αλλά δεν είναι όμως αυτό η αλήθεια. Το ναυάγιο οφείλεται σε νάρκη.»
Η έκθεση του ΑΣΝΑ όμως αναφέρει ότι σύμφωνα με το πόρισμα των πραγματογνωμόνων και των δυτών που επιθεώρησαν το ναυάγιο, οι έλικες του πλοίου βρέθηκαν σπασμένοι χωρίς να βρεθούν τμήματά τους στον τόπο του ναυαγίου ή κοντά σε αυτόν και στην δεξιά πλευρά του έλικα βρέθηκαν πετρώματα παρεμφερή προς εκείνα της νησίδας Γάϊδαρος [ Ψαμμίτης σκληρός ] ενώ στον βυθό της συγκεκριμένης θαλάσσιας περιοχής δεν υπάρχουν τέτοιου είδους πετρώματα.
Την ίδια άποψη με το ΑΣΝΑ έχει και ο Αντιναύαρχος Χρήστος Ντούνης, επίτιμος αρχηγός του Λιμενικού Σώματος, ο οποίος ασχολήθηκε επί χρόνια με την ιστορική έρευνα γύρω από το συγκεκριμένο ναυάγιο: « Από τις έρευνες που επακολούθησαν και τη διερεύνηση που έγινε από τις αρμόδιες επιτροπές που είχαν οριστεί τότε για να ερευνήσουν το δυστύχημα προέκυψε ότι ήταν πράγματι ναυτιλιακό σφάλμα. Η πρόσκρουση στην νησίδα ήταν αποτέλεσμα ναυτιλιακού σφάλματος και τίποτα άλλο.»
Η υπόθεση απασχόλησε τα ελληνικά δικαστήρια για αρκετά χρόνια και η τελική απόφαση είναι κάτι που ούτε οι ίδιοι οι διασωθέντες του ναυαγίου δεν γνωρίζουν ενώ τα σχετικά αρχεία με τις αποφάσεις των υποθέσεων που εκδικάστηκαν πριν από 50 χρόνια δεν υφίστανται πλέον …
Μεγάλο ζήτημα είχε προκύψει τότε και με το γεγονός ότι υπήρξαν δημοσιεύματα που υποστήριζαν ότι οι εξόριστοι που επέβαιναν στο Χειμάρα ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο επειδή οι χωροφύλακες που τους συνόδευαν δεν τους αφαίρεσαν τις χειροπέδες ούτε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αλλά ούτε και όταν το πλοίο ναυάγησε. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδείχθηκε ποτέ. Ίσως αυτή η φήμη να έγινε εντονότερη από το γεγονός ότι από τους 34 εξόριστους σώθηκαν μόνο οι 6.
Ανεξάρτητα πάντως με την τελική έκβαση της δίκης, η έκθεση του ΑΣΝΑ υπήρξε καταπέλτης για τον καπετάνιο και τους αξιωματικούς του Χειμάρα, αφού θεώρησε ότι ο Σ. Μπιλλίνης, δεν έδωσε ρητές οδηγίες για την πορεία μέσα από το επικίνδυνο στενό του Ευβοϊκού, δεν ειδοποίησε με φωτοβολίδες ή άλλο τρόπο για το ναυάγιο και δεν φρόντισε να ποντίσει τις άγκυρες στο πιο ρηχό σημείο από το οποίο διήλθε το πλοίο μετά την πρόσκρουση. Επίσης θεώρησε τον Ύπαρχο Μπέρτση υπεύθυνο για το συμβάν, επειδή παρέλαβε την κυβέρνηση του πλοίου χωρίς να έχει καθορισθεί ακριβές στίγμα παρά μόνο έδωσε εντολή για «όλο δεξιά» όταν αντελήφθη τη βραχονησίδα. Ο δε ανθυποπλοίαρχος Καναβάς κρίθηκε υπεύθυνος, διότι παρέδωσε υπηρεσία χωρίς να έχει καθορίσει στίγμα και πορεία σε επικίνδυνο στενό. Εκτός όμως από τα ανθρώπινα σφάλματα ναυσιπλοΐας που οδήγησαν στο ναυάγιο στην έκθεση επιρρίπτονται ευθύνες και κατά αξιωματικών και άλλων μελών του πληρώματος για απαράδεκτη συμπεριφορά πρωτοφανή για τη ναυτική μας παράδοση. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση του ΑΣΝΑ οι μηχανικοί του πλοίου Δρανδάκης, Παπαγιαννόπουλος, Μπογιατζίδης και Γεωργούδης αμέσως μετά το συμβάν εγκατέλειψαν το σκάφος και παρέσυραν και άλλα μέλη του προσωπικού των μηχανών ενώ δεν τέθηκαν στη διάθεση του καπετάνιου τους ώστε να εξακριβώσουν τις ζημιές και να προσπαθήσουν να τις επιδιορθώσουν συμβάλλοντας με αυτή τους τη συμπεριφορά στην ολική απώλεια του σκάφους. Δυστυχώς εκτός από τους προαναφερθέντες υπήρξαν και πολλοί άλλοι άνδρες του πληρώματος που αδιαφορώντας για το καθήκον τους και την ηθική τους υποχρέωση απέναντι στους επιβάτες του πλοίου φρόντισαν αποκλειστικά και μόνο για τη δική τους σωτηρία εγκαταλείποντας το σκάφος και τους επιβαίνοντες σε αυτό στην μοίρα τους…



Η ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΓΗΣΕ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ …


Μισό αιώνα μετά το ναυτικό δυστύχημα που συντάραξε την κοινή γνώμη, ο Κώστας Θωκταρίδης και η ομάδα του σε συνεργασία με τον Δήμο Ραφήνας, αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν εξερευνητική αποστολή στο ναυάγιο του επιβατηγού ΧΕΙΜΑΡΑ, με στόχο την υποβρύχια βιντεοσκόπηση και φωτογράφηση του αποκαλούμενου Τιτανικού της Ελλάδας.
Ο εντοπισμός του ναυαγίου δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολος αφού σύμφωνα με το ιστορικό της βύθισης, το πλοίο δεν ήταν σε μεγάλη απόσταση από τα Βερδούγια όταν χάθηκε για πάντα… Το βάθος στην περιοχή που κείτεται το ναυάγιο είναι πολύ προσιτό, -32 μέτρα. Για τους δύτες της εξερευνητικής ομάδας όμως, τον Κώστα Θωκταρίδη, τον Αντώνη Γράφα, τον Βασίλη Λάμπρου και τον Τέλη Ζερβούδη, ήταν καταδύσεις ιδιαίτερα φορτισμένες συναισθηματικά αφού γνώριζαν ότι επρόκειτο να δουν από κοντά το ναυάγιο του Χειμάρα , ένα υγρό κοιμητήριο 400 αδικοχαμένων ψυχών …
Καθώς καταδύονται στο βυθισμένο ατμόπλοιο, οι δύτες αντικρίζουν εικόνες ανατριχιαστικές. Τα συντρίμμια του πλοίου, «αυτόπτες μάρτυρες» της τραγικής του μοίρας, κείτονται παντού. Δίπλα στις αεροδόχους του πλοίου βρίσκονται διασκορπισμένα προσωπικά αντικείμενα των επιβατών του Χειμάρα. … μπότες, γόβες, παιδικά παπουτσάκια, χτένες, γυναικείες κάλτσες, σωσίβια, ένα ξίφος … η παρουσία του ανθρώπινου στοιχείου είναι ιδιαίτερα έντονη και φέρνει στο νου σκηνές από την απίστευτη τραγωδία που διαδραματίστηκε εκεί μισό αιώνα πριν …
Το επιβλητικό φουγάρο του σκάφους έχει γίνει πλέον καταφύγιο για τους κατοίκους του βυθού. Ακόμα και κάρβουνα που κάποτε κινούσαν τις μηχανές του ατμόπλοιου υπάρχουν διάσπαρτα στο βυθό. Ο χρόνος που έχει περάσει δεν έχει σβήσει τ΄ απομεινάρια του εφιάλτη … Στην αριστερή πλευρά του πλοίου οι δύτες διακρίνουν το ρήγμα κατά μήκος του λεβητοστασίου που προκλήθηκε όταν τα ύφαλα του Χειμάρα σύρθηκαν στην βραχονησίδα. Λίγο πιο πέρα ξεπροβάλλουν τα μπρούτζινα γράμματα που άλλοτε σχημάτιζαν το όνομα ΧΕΙΜΑΡΑ … 



Κοντά στη γέφυρα του πλοίου οι εξερευνητές αντικρίζουν έκπληκτοι απρόσμενα ευρήματα: εφημερίδες, βιβλία και αλληλογραφία θαμμένα στον λασπώδη βυθό του Ευβοϊκού από το 1947! Πρόκειται για ελληνικές, κυπριακές και γαλλικές εφημερίδες του 1947, τηλεγραφήματα, γαλλικά βιβλία και γραμματόσημα της εποχής που δεν καταστράφηκαν ολοσχερώς αν και κείτονται στο βυθό επί 53 χρόνια…

Κώστας Θωκταρίδης: « στα 17 χρόνια που καταδύομαι σε ναυάγια δεν έχω βρει ποτέ χαρτί που να έχει διατηρηθεί υποβρυχίως. Στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται απλώς για ένα δείγμα χαρτιού, αλλά για ολόκληρες εφημερίδες, βιβλία, τηλεγραφήματα «κρυμμένα» επί μισό αιώνα στον πυθμένα της θάλασσας … είναι σαν ένα μήνυμα που ήρθε από το βυθό …»

Η εύρεση χαρτιού υποβρυχίως είναι ιδιαίτερα σπάνιο φαινόμενο και είναι παγκοσμίως ελάχιστες οι φορές που έχουν ανακαλυφθεί έγγραφα στο βυθό της θάλασσας… Μία από αυτές τις λιγοστές ανακαλύψεις διατηρημένου χαρτιού υποβρυχίως συνέβη στο ναυάγιο του Τιτανικού …

Η μοναδικότητα των ενάλιων ευρημάτων ώθησε τους εξερευνητές και τον Δήμαρχο Ραφήνας κ. Ανδρέα Κεχαγιόγλου να προχωρήσουν στην ανέλκυση των σημαντικών αντικειμένων του ναυαγίου προκειμένου να επιτευχθεί η διάσωσή τους. Κάθε φορά που οι εξερευνητές εγκαταλείπουν την επιφάνεια της θάλασσας για να βρουν τα ίχνη του ναυαγίου, επιστρέφουν από τις υποβρύχιες διαδρομές τους στο χρόνο, με ευρήματα που συγκλονίζουν...

Η ομάδα του Κώστα Θωκταρίδη έφερε στο φως συνολικά 178 αντικείμενα, η συντήρηση των οποίων έγινε από τον ειδικό συντηρητή Παναγιώτη Μαρκόπουλο. Για την διάσωση του χαρτιού ασχολήθηκε επί μήνες ο ίδιος ο Κώστας Θωκταρίδης, ο οποίος ήρθε σε επικοινωνία με εξειδικευμένους επιστήμονες από το εξωτερικό ενώ πραγματοποίησε λεπτομερή έρευνα στο διαδίκτυο με στόχο την εύρεση των πολύπλοκων διαδικασιών που απαιτούνται για την συντήρηση του χαρτιού που ανελκύεται από θάλασσα. Οι πληροφορίες ήταν ιδιαίτερα δυσεύρετες αφού είναι διεθνώς πολύ λίγοι εκείνοι που είχαν την ευκαιρία να δουλέψουν με παρόμοια ευρήματα.
Μετά από διαδικασίες μηνών και όταν όλα τα αντικείμενα είχαν πλέον συντηρηθεί παραδόθηκαν στον Δήμο Ραφήνας για να φιλοξενηθούν σε ειδικό χώρο, τον οποίο θα έχει τη δυνατότητα να επισκέπτεται το κοινό. Ο Δήμαρχος Ραφήνας, κ. Ανδρέας Κεχαγιόγλου ενδιαφέρθηκε από την πρώτη στιγμή για την διάσωση της ιστορίας του Χειμάρα: « Οι κάτοικοι της Ραφήνας έπαιξαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη διάσωση των ναυαγών του Χειμάρα. Πέρα όμως από αυτό το γεγονός, θεωρούμε ότι ένα τέτοιο συμβάν που συγκλόνισε την χώρα μας δεν πρέπει να θαφτεί στο πέρασμα του χρόνου. Το οφείλουμε σε όλους εκείνους που θυσιάστηκαν αδίκως, να θυμόμαστε τα λάθη του παρελθόντος και να μην τα επαναλαμβάνουμε. Γι’ αυτό αποφασίσαμε να υποστηρίξουμε τις έρευνες στο ναυάγιο καθώς επίσης και την ανέλκυση αντικειμένων από αυτό. Υπάρχει μία σκέψη τα αντικείμενα που ανελκύθηκαν να εκτεθούν στο σημερινό Δημαρχείο όπου υπάρχει ένας χώρος που μπορεί να αξιοποιηθεί κατ’ αυτό τον τρόπο.»

Το ναυάγιο του Ε/Γ-Α/Τ ΧΕΙΜΑΡΑ είναι σίγουρα μία μαύρη σελίδα στην ναυτική μας ιστορία. Είναι όμως αναγκαίο να μην ξεχαστεί αυτή η τραγική ιστορία και κυρίως να μην επαναληφθεί, γιατί είναι αυτά τα λάθη που μετατρέπουν πλοία σε υγρούς τάφους …

ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ 

Ναυπηγήθηκε τον Απρίλιο του 1905 στα ναυπηγεία Stetin Oderwerke [αριθμός 547].
Κοχ 1221
Μήκος 76,28μ.
Πλάτος 10,35μ.
Βύθισμα 4,30 μ.
Εφοδιασμένο με δύο ατμομηχανές 600 IΗP η καθεμία.
Μέγιστη ταχύτητα 16 κόμβοι.

Το προηγούμενο όνομα σκάφους ήταν «Ηertha» και παραχωρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση στις 17 Σεπτεμβρίου του 1945 με τις γερμανικές επανορθώσεις. Είχε αυτονομία 815 ναυτικά μίλια και μετέφερε 110 τόνους κάρβουνο. Αρχικά έδρασε ως ναρκοθετικό, μετά ως νοσοκομειακό και στη συνέχεια πλοίο υποστήριξης γερμανικών υποβρυχίων της 25η flotilla [ στολίσκος ].

* Λόγω της κοινωνικοπολιτικής καταστάσεως που επικρατούσε εκείνη την εποχή και των συνεχών αναταραχών δεν υπήρχε αυστηρός έλεγχος του αριθμού των επιβατών του Χειμάρα. Αυτόπτες μάρτυρες έκαναν λόγο σε εφημερίδες της εποχής για λαθρεπιβάτες που επιβιβάστηκαν από τη Χαλκίδα. Έτσι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό των ατόμων που ταξίδευαν με το επιβατηγό – ατμόπλοιο Χειμάρα.



Κείμενο: Ρένα Γιατροπούλου, Κώστας Θωκταρίδης
Φωτογραφίες: Κώστας Θωκταρίδης



createphpbb



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου